- ψυκτηρίας
- ψυκ-τηρίας, ου, ὁ, = foreg.1, Euphro 3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυκτηρίας — ψυκτηρίᾱς , ψυκτήριος cooling fem acc pl ψυκτηρίᾱς , ψυκτήριος cooling fem gen sg (attic doric aeolic) ψυκτηρίᾱς , ψυκτηρίας masc acc pl ψυκτηρίᾱς , ψυκτηρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίας — ὁ, Μ είδος ποτηριού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + κατάλ. ίας (πρβλ. φρεατ ίας)] … Dictionary of Greek
ψυκτηρίαν — ψυκτηρίᾱν , ψυκτήριος cooling fem acc sg (attic doric aeolic) ψυκτηρίᾱν , ψυκτηρίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ψυκτηρίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυκτηρίου — ψυκτήριον a cool shady place neut gen sg ψυκτήριος cooling masc/neut gen sg ψυκτηρίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)